Πολιτισμός

26/02/2023

Οι ευχές που απευθύνουμε οι άνθρωποι είναι μια προσπάθεια να προσκαλέσουμε το καλό. Τις βαθύτερες ευχές τις καταλαβαίνεις από τον τόνο, τη χροιά της φωνής. Το ίδιο και το αγκάλιασμα. Και αυτό είναι μια ευχή. Το αγκάλιασμα έχει τις δικές του διαστάσεις και τη δική του θερμοκρασία.

Το ταξίδι των Μάγων

Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

Από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955) της Ζωής Καρέλλη

Καλό είναι κάποια γεγονότα να τα βλέπουμε από απόσταση. Χωρίς συναισθηματικά ζητήματα. Είναι η έκφραση μιας άλλης τρυφερότητας. Τότε γινόμαστε εύστοχοι. Η διαφορετική θέση της συναρπαστικής επικής διάστασης. Οι πράξεις των ανθρώπων ορίζονται και, εν πολλοίς, καθορίζονται από την εποχή.

Προσευχή

Κάνε, καλέ Θεούλη, εμείς `μαστε καλά.
Κάνε, καλέ Θεούλη να `χουν όλα τα παιδάκια
ένα ποταμάκι γάλα,
να `χουν μπόλικα τραγούδια, αστεράκια
Κάνε να είναι όλοι καλά
Κάνε να έχουν όλα τα παιδιά
να μην ντρεπόμαστε για τη χαρά μας

Γιάννης Ρίτσος

Ο γίγαντας του καιρούς μας είναι ο φόβος. Τίθεται το ερώτημα αν η τέχνη περιέχει το αντίθετο του φόβου. Η ποίηση, η καλή στιχουργία δεν λαμβάνει υπόψιν της το φόβο. Η στιγμή της έμπνευσης απελευθερώνει το εγώ χωρίς δευτερεύουσες σκέψεις. Είναι η εκτόνωση του χαρακτήρα. Ο φόβος είναι το στάδιο το οποίο ακολουθεί το επίπεδο της δημιουργίας και επιστρέφει το πνεύμα στα καλούπια της καθημερινότητας. Η τέχνη λειτουργεί ευεργετικά επί του στοιχείου του φόβου. Τον ξεγελάει.

Ο αδελφός Ιησούς

Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών και στο Χριστό που διασχίζει την Ιστορία.
Ευαγγελισμός
Ήταν βέβαια πάντα λίγο παράξενος, έμενε στο διπλανό δωμάτιο, όμως εκείνη τη νύχτα βγήκε στο δρόμο κρατώντας μια λάμπα, «τι γυρεύεις;» του λέω, «τη Θεοτόκο» μού λέει – στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων που δίνουν νόημα σε μια εποχή.
Η γέννηση
Έν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου’ δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες, μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία.» Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ, γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα’ χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
Η ταφή
Πέθανε ύστερα από λίγες μέρες. Τον θάψαμε στην άκρη ενός παλιού κοιμητηρίου, δυο άνθρωποι όλοι κι όλοι κι ένα περαστικό αδέσποτο σκυλί που είχε σταθεί και μας κοιτούσε. Έβρεχε.
Έτσι, κάθε που βλέπω τώρα ένα σκυλί, ξέρω κατά πού πέφτει η Παράδεισος

Η ανάληψη
Πέρασαν μήνες. Το δωμάτιο δίπλα έμενε άδειο. Ώσπου ήρθε ένας νέος ενοικιαστής. Δεν είχα δει ποτέ το πρόσωπό του, άκουγα μόνο, μέρα νύχτα, αδιάκοπα τα βήματά του στην κάμαρα. «Αυτός θα πηγαίνει πολύ μακριά», σκεφτόμουν. Τέλος, ένα βράδυ τα βήματα σταμάτησαν. «Επιτέλους, έφτασε», είπα μέσα μου με ανακούφιση.
Το άλλο πρωί έμαθα ότι έφυγε – γιατί, βέβαια, Θεέ μου, κάπου θα υπάρχει ένας κόσμος καλύτερος…

Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα, τόμος 3, Κέδρος, Αθήνα 2003, 6η έκδοση

Η ποίηση είναι το ίχνος. Η αισθητική γέφυρα. Η αιμορραγία στα “μήπως” και τα “τίποτα”. Η τράπουλα των νεκρών ερώτων του γκρεμού με τα αφιόνια της αγάπης, της εμπιστοσύνης και της λίγης ευσπλαχνίας. Για πάθη που δεν τιθασεύονται σε εκκλησίες και ραγισμένες αισθήσεις με γονατισμένες αυταπάτες. Λάθη ξεχασμένα, ασφαλισμένα από την ανάγκη. Ο μυστικός κώδικας. Ο οδηγός στη συγκίνηση. Για την ομορφιά που θα επιστρέψουμε μια μέρα, όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος. Η φαντασία και το όνειρο δημιουργούν την οικειότητα για να απαλλαγούμε από τη βαριά ατμόσφαιρα και τους συμβολισμούς. Η λησμονιά είναι ιδιότυπη άμυνα.


Πρόσφατα Άρθρα