ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ (δ)
ΟΤΑΝ άρχισα να σκηνοθετώ αυτήν την ταινία, είχα τρομερό τρακ. Πώς θα γινότανε εγώ, ένας ασήμαντος νεαρός να «σκηνοθετήσω» έναν κολοσσό σαν το Λογοθετίδη; Ήταν δυνατόν, να του πω εγώ, πώς να παίξει; Αυτό, όπως φαίνεται, το κατάλαβε ο Λογοθετίδης —τι μεγάλος ηθοποιός και .σπουδαίος άνθρωπος- που κατάφερε να μου δώσει με μια αφάνταση λεπτότητα όλο το κουράγιο που μου έλειπε.
Γυρίζαμε μια σκηνή, σε μια πλακιώτικη αυλή, μ’ ένα πηγάδι – τώρα είναι το σπίτι του Μίμη Πλέσσα— μέσα σ’ αυτό το πηγάδι είχανε βάλει οι πατριώτες ένα ραδιόφωνο, που το ανεβάζανε με το σκοινί του κουβά. Ήταν η πρώτη σκηνή που γυρίζαμε.
‘Οταν τελείωσε η σκηνή -μια ολιγόλεπτη σκηνή- και είπα «στοπ», φαίνεται η έκφρασή μου δεν ήταν και τόσο ενθουσιαστική, ίσως γιατί αλλιώς τον περίμενα τον Λογοθετίδη σ’ αυτή τη σκηνή.
Ο Λογοθετίδης, το κατάλαβε, με πήρε απ’ το χέρι και με τράβηξε παράμερα.
– Δε σου άρεσε…
– Όχι, κ. Λογοθετίδη… Μου άρεσε… Ωραία ήτανε…
Ο Λογοθετίδης, με κοίταξε έντονα στα μάτια κι επανέλαβε.
– Δεν σου άρεσε… Αυτό είναι βέβαιο. Δεν ξέρω, όμως, γιατί δεν σου άρεσε.
– Μου άρεσε, κ. Λογοθετίδη.
– Άκου να δεις… Εμείς τώρα συνεργαζόμαστε. Η ευθύνη βαρύνει και τους δυο μας το ίδιο. Ευγένειες και λεπτότητες δε χωράνε. Όταν δεν σου αρέσει κάτι θα μου το λες. Αν έχει άδικο, δε θα σ’ ακούω. Αν έχεις δίκιο, όμως, θα γίνεται όπως το θέλεις, γιατί αυτό δε θα εξυπηρετεί μόνο εσένα, αλλά και μένα. Σύμφωνοι;
Εδώ τελειώνει, κάπως απότομα, το κεφάλαιο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» του βιβλίου του Σακελλάριου. Την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, το 1948, ο Σακελλάριος ήταν βεβαια αρκετά γνωστός, αλλά σχετικά νέος, 35 χρονών, ενώ ο Λογοθετίδης ήταν στα πενήντα.