Κινηματογράφος

10/03/2021

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ (β) 

ΟΤΑΝ αρχίσαμε τις προετοιμασίες για το γύρισμα της ταινίας διαπιστώσαμε με φρίκη ότι μας λείπανε οι… Γερμανοί. 0 κινηματογράφος, δεν ήταν όπως το θέατρο, που δυο βουβά πρόσωπα ντυμένα με γερμανικές στολές, ήταν αρκετά για να καλύψουν αυτή την ανάγκη. Το σενάριο, που είχαμε γράψει ο Χρ. Γιαννακόπουλος και εγώ, προέβλεπε στρατιώτες, αξιωματικούς, Ες-ΕςS, φυλακές με Γερμανούς δεσμοφύλακες, ένα σωρό κόσμο, τέλος πάντων, που εκτός των άλλων, θα έπρεπε να μιλάνε και γερμανικά. Κι όσο για τις στολές, το αποφασίσαμε το έξοδο. Θα τις ράβαμε μόνοι μας. Ποιοι θα τις φορούσανε όμως; Θα έπρεπε να ήτανε νέα παιδιά, ξανθά κατά προτίμηση, που απαραιτήτως θα έπρεπε να μπορούν να προφέρουν σωστά τις γερμανικές φράσεις, που είχαμε βάλει στο σενάριο. Κι επειδή δε βρήκαμε άλλη λύση, καταφύγαμε στις μικρές αγγελίες των εφημερίδων. «Ζητούνται νέοι έτσι κι έτσι… που να ξέρουν και λίγα γερμανικά».

Μόλις δημοσιεύτηκε η αγγελία, έπηξε η οδός Στουρνάρα. Ουρές οι γερμανομαθείς νέοι έξω από τα γραφεία της εταιρίας. Βέβαια, μερικοί απ’ αυτούς, ερχόντουσαν για το μικρό, για το ασήμαντο μεροκάματο του κομπάρσου, που αν θυμάμαι καλά ήτανε ογδόντα δραχμές. Οι πιο πολλοί, όμως, ερχόντουσαν για να γίνουν «αστέρες». Μεγάλος μαγνήτης, ο μαγνήτης του κινηματογράφου. Να δούνε τη φάτσα τους στο πανί και τι στον κόσμο…

Μέσα σ’ ένα καμαρίνι της οδού Στουρνάρα, ήταν εγκατεστημένο πρόχειρα ένα μικρό ραφτάδικο και τους κατάλληλους τους παραπέμπαμε αμέσως εκεί, για να τους πάρουνε μέτρα και να τους φτιάξουνε τη στολή.

Μεταξύ των πρώτων, ήρθε κι ένας κύριος πολύ καλοστεκούμενος. Καμηλό παλτό απ’ τα πιο ακριβά, μεταξωτό κασκόλ γκρενά, γάντια χοιρόδερμα και πλημμυρισμένος στα γαλλικά αρώματα και τις γαλλικές κολώνιες.

– Χαίρετε…
– Χαίρετε.
– Ο κ. Σακελλάριος;
– Μάλιστα.
– Κώστας τάδε.
– Χαίρω πολύ.

Ούτε για μια στιγμή δε μου πέρασε η ιδέα, ότι ο λαμπρός αυτός κύριος, διεκδικούσε μια θέση κομπάρσου.

– Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
– Εγώ κ. Σακελλάριε, έχω σπουδάσει στο Μόναχο ηλεκτρομηχανικός.
– Μάλιστα.
– Μιλάω τη γερμανική σαν τη μητρική μου γλώσσα.
– Μάλιστα.
– Έχω δύο διπλώματα και μπορώ να σας τα δείξω.

…Έκανε μάλιστα ν’ ανοίξει μια τσάντα που είχε μαζί του.

– Δε χρειάζεται, κύριε.
– Μα πρέπει να τα δείτε!
– Για ποιο λόγο;
– Για να πεισθείτε ότι μιλάω πολύ καλά γερμανικά.
– Σας πιστεύω, αν και δεν καταλαβαίνω γιατί μου το λέτε.
– Διάβασα την αγγελία σας στην εφημερίδα. Δεν ζητάτε ανθρώ-πους που να ξέρουνε γερμανικά;

Προσπάθησα να του εξηγήσω όπ η δουλειά του κομπάρσου δεν ήτανε μια δουλειά που θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει.

– Ογδόντα δραχμές είναι το μεροκάματο, κύριε.
– Δε μ’ ενδιαφέρει το οικονομικό… Εγώ έρχομαι δωρεάν.
– Και είναι σκληρή δουλειά… Θα ξεκινάμε στις έξι το πρωί!…
– Εμένα και στις τέσσερις αν μου πείτε…
– Πολλές φορές θα δουλεύουμε όλη τη νύχτα, ως το πρωί.
– Ως το πρωί κι ως την άλλη νύχτα… Ουδεμία αντίρρηση!!…

…Ήτανε τόση η επιμονή του. Τα μάτια του είχανε αρχίσει να δακρύζουνε.

– Θα το θεωρήσω υποχρέωση αν με προτιμήσετε…

Και τον… προτιμήσαμε! Τον έστειλα να του πάρουνε μέτρα για τη στολή. Μπήκε χοροπηδητός στα καμαρίνια. Μπήκε και, σε λίγο, βγήκε και με πλησίασε.

– Να σας ζητήσω μια χάρη;
– Παρακαλώ.
– Είναι δυνατόν να μη με κάνετε απλό στρατιώτη;
– Δηλαδή;
– Να έχω κάποιο βαθμό… Έστω υπαξιωματικός…
– Εγώ θα σας κάνω αξιωματικό… Θα σας κάνω λοχαγό. Είσαστε ευχαριστημένος;

Άρπαξε τα χέρια μου και τα φίλησε.

– Σας ευχαριστώ… Σας είμαι ευγνώμων!…

Έτσι, από την πρώτη στιγμή, ο κ. Κώστας τάδε, με το ακριβό παλτό και τα αρώματα, έθεσε σοβαρή υποψηφιότητα για αλαλούμ. Τα παιδιά του «συνεργείου» με τρώγανε.

– Τι θα γίνει με τούτον;
– Τι θέλετε να γίνει;
– Δε θα του κάνουμε κανένα αλαλούμ;
– Θα του κάνουμε.
– Πότε;
– Όταν θά ’ρθει η ώρα!…

Κι η ώρα ήρθε ένα χειμωνιάτικο πρωινό —δεν είχε ξημερώσει ακόμα- που γυρίζαμε κάτι νυχτερινές σκηνές σ’ ένα ερειπωμένο εργοστάσιο οινοποιίας, εκεί στις Τρεις Γέφυρες.

Η δουλειά είχε τελειώσει απρόβλεπτα νωρίς κι ετοιμαζόμαστε να τα μαζέψουμε. Και τότε με πλησίασε ο Θεόφιλος ο Ασημακόπουλος —πιτσιρίκος ήτανε τότε- που έπαιζε κι αυτός ένα ρόλο στην ταινία.

– Τι θα γίνει με δαύτον κυρΑλέκο;
– Τι θα γίνει, δηλαδή;
– Δε θα του κάνουμε το αλαλούμ;

Υπέρ του αλαλούμ ήτανε κι ο Ντίνος Δημόπουλος -ο σημερινός εκλεκτός σκηνοθέτης— που έπαιζε κι αυτός στους «Γερμανούς», ο Λαυρέντης Διανέλλος, ο Βαγγέλης Πρωτοπαππάς, ακόμα κι ο μακαρίτης ο Λογοθετίδης, που πέταγε τη σκούφια του για τέτοιου είδους πλάκες.


Πρόσφατα Άρθρα